χαλκονόμισμα

χαλκονόμισμα
το медная монета; медяк (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλκονόμισμα" в других словарях:

  • χαλκονόμισμα — το, Ν χάλκινο νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + νόμισμα (πρβλ. χαρτο νόμισμα). Η λ., στον πληθ. χαλκονομίσματα, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • χαλκονόμισμα — το, ατος το χάλκινο νόμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»